Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
adj.
P. and V. πρόθυμος, ἔντονος, σύντονος, θερμός, ὀξύς, σπουδαῖος (Soph., Frag.), Ar. and V. θούριος, V. αἴθων, θοῦρος, Ar. and P. ἰταμός, P. σφοδρός.
Bold: P. and V. θρασύς, τολμηρός.