βλαστητικός

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλαστητικός Medium diacritics: βλαστητικός Low diacritics: βλαστητικός Capitals: ΒΛΑΣΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: blastētikós Transliteration B: blastētikos Transliteration C: vlastitikos Beta Code: blasthtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A in active growth, sprouting, Id.CP1.11.4; β. ὧραι sprouting season, Id.Od.63.

German (Pape)

[Seite 448] zum Keimen tüchtig, leicht keimend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βλαστητικός: -ή, -όν, ἔχων τάσιν πρὸς βλάστησιν, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1. 11, 4.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que está a punto de brotar Thphr.CP 1.11.4.
2 de la germinación ὧραι Thphr.Od.63.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βλαστητικός, -ή, -ό) βλάστησις
ο σχετικός με τη βλάστηση
νεοελλ.
αυτός που εξασφαλίζει τη διατήρηση της ζωής, την αύξηση και τον πολλαπλασιασμό
αρχ.
εκείνος που έχει τάση για βλάστηση.