δενδρῶτις

From LSJ
Revision as of 20:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδρῶτις Medium diacritics: δενδρῶτις Low diacritics: δενδρώτις Capitals: ΔΕΝΔΡΩΤΙΣ
Transliteration A: dendrō̂tis Transliteration B: dendrōtis Transliteration C: dendrotis Beta Code: dendrw=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A wooded, πέτρα E.HF790; ὥρα f.l. in A.Fr.44.6.

German (Pape)

[Seite 546] ιδος, ἡ, mit Bäumen besetzt, πέτρα Eur. Herc. fur. 770; den Baum betreffend, ὥρα Aesch. frg. 38.

Greek (Liddell-Scott)

δενδρῶτις: -ιδος, ἡ, κεκαλυμμένη μὲ δένδρα, πέτρα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 790· ὥρα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 36.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
1 couvert d’arbres, boisé;
2 qui convient aux arbres.
Étymologie: δένδρον.

Spanish (DGE)

-ιδος
arbolado Πυθίου δενδρῶτι πέτρα roca arbolada del Pitio e.e., Apolo, E.HF 790.

Greek Monolingual

δενδρῶτις (-ιδος), η (Α)
(για τη γη) γεμάτη δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) -ώτις. Ο τ. δενδρώτις, ποιητική κυρίως λέξη, αντικαταστάθηκε από τον παράλληλο τ. δενδρίτης].

Greek Monotonic

δενδρῶτις: -ιδος, θηλ. επίθ., καλυμμένη με δέντρα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δενδρῶτις: ιδος adj. f поросшая деревьями, лесистая (πέτρα Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δενδρῶτις -ιδος [δένδρον] adj. f. rijk aan bomen.

Middle Liddell

fem. adj. wooded, Eur.