διαπόνημα

From LSJ
Revision as of 17:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπόνημα Medium diacritics: διαπόνημα Low diacritics: διαπόνημα Capitals: ΔΙΑΠΟΝΗΜΑ
Transliteration A: diapónēma Transliteration B: diaponēma Transliteration C: diaponima Beta Code: diapo/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A hard labour, exercise, τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. Pl.Lg.813d.    II concrete, work, τὰ τῶν τεκτόνων δ. Id.Criti.114e; achievement, work done, βασιλέως Procop.Aed.2.7; thing achieved, reward of toil, Id.Goth.4.19.

Greek (Liddell-Scott)

διαπόνημα: τό, βαρεῖα ἐργασία, κόπος, ἄσκησις, τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. Πλάτ. Νόμ. 813D. II. διὰ πόνου ἐξειργασμένον, φιλοπόνημα, τὰ τῶν τεκτόνων δ. ὁ αὐτ. Κριτί. 114Ε, πρβλ. 118C.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
travail pénible, exercice laborieux.
Étymologie: διαπονέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I concr. obra de construcción πρὸς τοῖς ἄλλοις διαπονήμασιν Pl.Criti.118c, βασιλέως Ἰουστινιανοῦ δ. Procop.Aed.2.7.16, de carpintería τὰ τεκτόνων διαπονήματα Pl.Criti.114e.
II abstr.
1 ejercicio fís. τὰ περὶ τὸν πόλεμον ... διαπονήματα los ejercicios propios de la guerra Pl.Lg.813d.
2 trabajo διαπονήματα ... ἐνδελεχέστατα ἔχουσιν tienen trabajo ininterrumpido Procop.Aed.4.9.5, τοῦ μακροῦ χρόνου τὸ δ. Procop.Aed.4.3.7, τῆς γεωργίας διαπονήματα Procop.Aed.3.6.21.
3 sufrimiento αἱ ἀσθένειαι, ἢ ὡς ἑτέρως, τὰ διαπονήματα Ath.Al.M.27.104A, διαπονήματα ἡμῖν τοῦ πολέμου γεγενημένους habiendo llegado (ciertos pueblos) a representar para nosotros sufrimientos de guerra Procop.Goth.4.19.20.

Greek Monotonic

διαπόνημα: -ατος, τό, σκληρή, επίπονη εργασία, άσκηση, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπόνημα -ατος, τό [διαπονέω] inspannend werk.

Russian (Dvoretsky)

διαπόνημα: ατος τό
1) труд, работа (τὰ τῶν τεκτώνων διαπονήματα Plat.).;
2) упражнение (τὰ περὶ τὸν πόλεμον διαπονήματα Plat.).

Middle Liddell

διαπόνημα, ατος, τό, n [from διαπονέω
hard labour, exercise, Plat.