καρυκεία

From LSJ
Revision as of 06:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρῡκεία Medium diacritics: καρυκεία Low diacritics: καρυκεία Capitals: ΚΑΡΥΚΕΙΑ
Transliteration A: karykeía Transliteration B: karykeia Transliteration C: karykeia Beta Code: karukei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A cooking with καρύκη: hence, rich cookery, Ath.14.646e (pl.), Luc.Symp.11, Lex.6, Ael.NA4.40; ἄνευ γάρου καὶ τῆς ἄλλης κ. Gal.6.298.    2 metaph., meddling, Hsch. (pl.).

German (Pape)

[Seite 1331] ἡ, künstliche, leckerhafte Zubereitung der Speisen, bes. mit ausgesuchter Brühe, nach Moeris dafür hellenistisch περιεργὸς ζωμός; Ath. XIV, 646 e Luc. Conv. 11 Ael. H. A. 4, 40 u. VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρῡκεία: ἡ, ἡ παρασκευὴ ἐδεσμάτων κεκαρυκευμένων, Ἀθήν. 646Ε, Λουκ. Συμπ. 11, Λεξιφ. 6, Αἰλ. π. Ζ. 4. 40· καρυκεία ποιητικὴ Συνέσ. 53D. 2) ταραχή, «καρυκείαις… ταραχαῖς» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
assaisonnement recherché, sauce épicée et délicate.
Étymologie: καρύκη.

Greek Monolingual

καρυκεία, ἡ (AM) καρυκεύω
1. το να μαγειρεύει κάποιος με καρυκεύματα, η καρύκευση
2. πλούτος, αφθονία
αρχ.
1. παρασκεύασμα
2. ταραχή.

Russian (Dvoretsky)

κᾰρῡκεία: ἡ приготовление тонких блюд Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρυκεία -ας, ἡ [καρύκη] koken met καρύκη.