Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατασχάζω

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασχάζω Medium diacritics: κατασχάζω Low diacritics: κατασχάζω Capitals: ΚΑΤΑΣΧΑΖΩ
Transliteration A: katascházō Transliteration B: kataschazō Transliteration C: kataschazo Beta Code: katasxa/zw

English (LSJ)

   A slit, cut open, στελέχη Thphr.HP2.7.6; συκῆ κατασχασθεῖσα Id.CP1.17.10, al.; κ. φλέβα open a vein, let blood, Gal. 19.139:—also κατα-σχάω, scarify, Hp.Int.22, Heliod. ap. Orib.46.29.2.

Greek (Liddell-Scott)

κατασχάζω: μέλλ. -άσω, πρβλ. ἀποσχάζω, σχίζω ἢ ανοίγω κόπτων, συκῆ κατασχασθεῖσα Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 10· τὰ στελέχη ὁ αὐτ. 2. 76· οὕτω κατασχάω, ἐπιχαράττω διὰ νυστερίου, ἢν οἰδήσῃ, θαρσέως κατασχᾶν Ἱππ. 545. 16, κτλ.· κατασχῶσι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 6· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 219· ἐν τῇ ἰατρικῇ, κατ. φλέβα ἢ κατ. μόνον, ἀνοίγω φλέβα καὶ ἀφίνω νὰ ῥεύσῃ τὸ αἶμα, φλεβοτομῶ, Μοσχ., Γαλην.· οἱ Ἀττικοὶ κατανύττειν·- Ἡσύχ. «κατασχάσαι· ἀμυχὰς ποιῆσαι»· ὁμοίως καὶ ὁ Πολυδ. «ἀμύσσειν δ’ οἱ κατασχάζειν λέγουσι» Δ΄, 182.

Greek Monolingual

κατασχάζω)
σχίζω με μαχαίρι, ανοίγω κόβοντας, κάνω εντομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σχάζω «εντέμνω»].