κλαδάω
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
A shake, aor.inf. κλαδάσαι Hsch. (cf. κραδάω). II (κλάδος) = κλαδεύω, f.l. for κλᾶν, Phryn.149, cf. Thom.Mag.p.193 R.
German (Pape)
[Seite 1445] erschüttern, bewegen, VLL. – Auch = κλαδεύω, von Phryn. 172 für besser als dieses erkl. Vgl. aber κλάω.
Greek (Liddell-Scott)
κλαδάω: σείω, Ἡσύχ. ΙΙ. (κλάδος) = κλαδεύω, Θωμ. Μάγιστρ., Φρύνιχ. 172 (ἔνθα ὁ Hemst. κλᾶν).