κλεψίφρων

From LSJ
Revision as of 03:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεψίφρων Medium diacritics: κλεψίφρων Low diacritics: κλεψίφρων Capitals: ΚΛΕΨΙΦΡΩΝ
Transliteration A: klepsíphrōn Transliteration B: klepsiphrōn Transliteration C: klepsifron Beta Code: kleyi/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν)

   A dissembling, Ἑρμῆς h.Merc.413.    II = κλεψίνοος, Man.1.93.

German (Pape)

[Seite 1449] ονος, = κλεψίνοος; H. h. Herc. 413; Man. 1, 93.

Greek (Liddell-Scott)

κλεψίφρων: -ον, (φρήν), ἐξαπατῶν, ὑποκρινόμενος, ἄγνοιαν προσποιούμενος, Ἑρμῆς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 413. ΙΙ. = κλεψίνοος, Μανέθων 1. 93.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 qui cache sa pensée, dissimulé, fourbe;
2 qui égare l’esprit.
Étymologie: κλέπτω, φρήν.

Greek Monolingual

κλεψίφρων, -ον (Α)
1. αυτός που προσποιείται άγνοια
2. κλεψίνους, απατηλός, δολερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -φρων (< φρήν), πρβλ. δαμασί-φρων, λυσί-φρων. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].

Greek Monotonic

κλεψίφρων: -ον (φρήν), αυτός που εξαπατά, υποκριτής, προσποιείται, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

κλεψίφρων: 2, gen. ονος скрывающий свои мысли, скрытный или коварный, лукавый (Ἑρμῆς HH).

Middle Liddell

κλεψί-φρων, ον, φρήν
deceiving, dissembling, Hhymn.