κορυζάω
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
A have a catarrh, run at the nose, Pl.R.343a (with a play on signf. 11), Arist.Pr.861a18; ἀλεκτρυόνα γέροντα ἤδη καὶ -ῶντα Luc.JTr.15. II metaph., drivel, ἐκορύζων αἱ πόλεις Plb.38.12.5, cf. Phld.D.1.11.
Greek (Liddell-Scott)
κορυζάω: ἔχω κατάρρουν τῆς ῥινός, τρέχουν αἱ μύξαι μου, Πλάτ. Πολ. 343Α (μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ), Ἀριστ. Προβλ. 1. 16, 2, κ. ἀλλ. ΙΙ. μεταφ., ἀνοηταίνω, βλακωδῶς φέρομαι, «κορυζῶν μεμωρα(μ)μένος» Ἡσύχ., Πολύβ. 38. 4, 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir un rhume de cerveau.
Étymologie: κόρυζα.
Greek Monotonic
κορυζάω: μέλ. -ήσω, τρέχει η μύτη μου, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορυζάω [κόρυζα] een loopneus hebben; overdr. neuzelen:. κορυζᾷς je zwamt Men. Sam. 546.
Russian (Dvoretsky)
κορυζάω:
1) иметь насморк Plat., Arst., Luc.;
2) быть тупоумным, делать глупости (πᾶσαι ἐκορύζων αἱ πόλεις Polyb.).