κολαπτήρ
From LSJ
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A chisel, IG11(2).199A86 (Delos, iii B.C.), 7.3073.132 (Lebad.), Plu.2.350d, Luc.Somn.13.
German (Pape)
[Seite 1472] ῆρος, ὁ, Meißel zum Eingraben in Stein; Luc. Somn. 13; Ath. XI, 488 c u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κολαπτήρ: ῆρος, ὁ, γλυφίς, γλύφανον, Λουκ. Ἐνύπν. 13, Πλούτ. 2. 350D.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
ciseau pour entailler la pierre.
Étymologie: κολάπτω.
Greek Monotonic
κολαπτήρ: -ῆρος, ὁ, σμίλη, καλέμι, κοπίδι, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολαπτήρ -ῆρος, ὁ [κολάπτω] beitel.
Russian (Dvoretsky)
κολαπτήρ: ῆρος ὁ резец, долото Luc., Plut.