μέστωμα

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέστωμα Medium diacritics: μέστωμα Low diacritics: μέστωμα Capitals: ΜΕΣΤΩΜΑ
Transliteration A: méstōma Transliteration B: mestōma Transliteration C: mestoma Beta Code: me/stwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A fullness, Orac. ap. Eus.PE4.9 (pl.).

German (Pape)

[Seite 141] τό, Fülle, Ausfüllung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μέστωμα: τό, πλήρωμα, γέμισμα, Χρησμ. παρ’ Εὐστ. Εὐαγγ. Προπ. σ. 145C.

Greek Monolingual

το (Α μέστωμα) μεστώνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεστώνω, πλήρωση, γέμισμα
νεοελλ.
1. (για καρπούς και δημητριακά) ωρίμαση, ωριμότητα, γίνωμα («το μέστωμα του καλαμποκιού»)
2. μτφ. η πάχυνση
αρχ.
αφθονία, πλησμονή.