νεκάς

From LSJ
Revision as of 04:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκάς Medium diacritics: νεκάς Low diacritics: νεκάς Capitals: ΝΕΚΑΣ
Transliteration A: nekás Transliteration B: nekas Transliteration C: nekas Beta Code: neka/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (νέκυς)

   A heap of slain, ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν Il.5.886, cf. Ps.-Luc.Philopatr.10.    II simply, = τάξις, in pl., ranks, Call. Fr.231.    III in pl., the dead, ἄναξ νεκάδων Ἀϊδωνεύς AP15.40.43 (Cometas), cf. EM600.9.

German (Pape)

[Seite 237] άδος, ἡ, ein, Hause von Leichen (νέκυς, νεκρός), reihenweis daliegende Todte, Il. 5, 886 u. Sp., wie Luc. Philopatr. 10, Comet. ep. (XV, 40). – Nach Hesych. brauchte es Callim. frg. 231 = τάξις, Hause, Schaar. – Die Kykliker sollen es nach E. M. 600, 9 für ψυχή gebraucht haben.

Greek (Liddell-Scott)

νεκάς: -άδος, ἡ, (νέκυς) σωρὸς νεκρῶν, ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν, «ἐν ταῖς χαλεπαῖς τάξεσι τῶν νεκρῶν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ε. 886, πρβλ. Ἀνθ. Π. 15. 40, 43, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 10. ΙΙ. ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 231, ἁπλῶς σωρὸς ἢ σειρά, ἄνευ τῆς ἐννοίας τῶν πτωμάτων. ΙΙΙ. Λέγεται ὅτι οἱ κυκλικοὶ ποιηταὶ ἐχρῶντο τῇ λέξει ἀντὶ τοῦ ψυχή, «παρὰ μὲν τοῖς κυκλικοῖς αἱ ψυχαὶ νεκάδες λέγονται» Ἐτυμ. Μέγ. 600. 9.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
monceau ou rangée de cadavres.
Étymologie: cf. νεκρός, νέκυς.

English (Autenrieth)

άδος (νέκῦς): heap of slain, Il. 5.886†.

Greek Monolingual

νεκάς, -άδος, ἡ (Α)
στον πληθ. αἱ νεκάδες
οι σκιές, οι ψυχές τών νεκρών
αρχ.
1. σωρός πτωμάτων τα οποία έχουν τοποθετηθεί κατά σειρά
2. στον πληθ. τάξη, σωρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκες + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. νιφ-άς)].

Greek Monotonic

νεκάς: -άδος, ἡ (νέκυς), σωρός από σκοτωμένους, στοίβα από νεκρούς· ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν (Επικ. δοτ. πληθ.), στις χαλεπές τάξεις των νεκρών, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

νεκάς: άδος (ᾰδ) ἡ груда трупов Hom., Luc., Anth.

Middle Liddell

νεκάς, άδος, νέκυς
a heap of slain, ἐν αἰνῇσιν νεκάδεσσιν (epic dat. pl.) Il.