παιδοποιία

From LSJ
Revision as of 12:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδοποιία Medium diacritics: παιδοποιία Low diacritics: παιδοποιία Capitals: ΠΑΙΔΟΠΟΙΙΑ
Transliteration A: paidopoiía Transliteration B: paidopoiia Transliteration C: paidopoiia Beta Code: paidopoii/a

English (LSJ)

ἡ,

   A procreation of children, Pl. R.423e, Ocell.4.4, Porph.Marc.1, etc.: in pl., Pl.Smp.192b.    II adoption, νομοθέτης ἐγένετο Φιλόλαος περὶ τῆς π. Arist.Pol. 1274b3, cf. Ptol.Tetr.174.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοποιία: ἡ, τὸ παιδοποιεῖν, Πλάτ. Πολ. 423Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 459Α, Συμπ. 192Α· - οἱ παλαιοὶ νομοθέται ἐπειράθησαν νὰ ὁρίσωσι νόμους περὶ τῆς παιδοποιίας, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 12, 10.

Greek Monolingual

η (ΑΜ παιδοποιία) παιδοποιός
η απόκτηση παιδιών, η τεκνοποιία
αρχ.
υιοθεσία.

Greek Monotonic

παιδοποιία: ἡ, τεκνοποίηση, σε Πλάτ.

Middle Liddell

παιδοποιία, ἡ,
procreation of children, Plat. [from παιδοποιός