πλάτυσμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A flat object, e.g. tile, Herod.3.46; slab, κηροῦ Dsc.Eup.1.171; metal plate, Hero Dioptr.5; χαλκοῦν Gal.12.831; plaster, Heliod. ap. Orib.46.29.3, Orib.Syn.2.59; flat cake, Gal.4.526; π. μυῶδες, a muscle discovered by Galen, 18(2).930; τὰ π. τῶν κωπῶν blades, Eust.1625.17.
German (Pape)
[Seite 627] τό, jeder ausgebreitete Körper, Platte, σιδήρου, Eisenplatte, breites Stück Zeug u. dgl., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πλάτυσμα: τό, (πλατύνω) πᾶν πεπλατυσμένον πρᾶγμα, μεταλλίνη πλάξ, κοινῶς «λάμα», σιδήρου Ἀέτ.· χαλκοῦν Γαλην.· πλατὺ πλακούντιον, ὁ αὐτ.· τὰ π. τῶν κωπῶν Εὐστ. 1625. 17.
Greek Monolingual
το / πλάτυσμα και πλάτυμμα, ΝΜΑ
το αποτέλεσμα του πλατύνω
2. κάθε πεπλατυσμένο αντικείμενο
νεοελλ.
1. βοτ. το έλασμα τών φύλλων τών φυτών
2. φρ. «μυώδες πλάτυσμα»
ανατ. λεπτός πλατύς τετράπλευρος μιμικός μυς του τραχήλου, που εκτείνεται υποδορίως μεταξύ δελτοειδούς και υποκλειδίου χώρας και κάτω γνάθου
μσν.
φρ. «τὰ πλατύσματα τῶν κωπῶν» — οι πλάτες τῶν κουπιών
αρχ.
1. πλάκα («πλάτυσμα κηροῡ», Διοσκ.)
2. μεταλλική πλάκα, έλασμα
3. έμπλαστρο
4. πλατύ γλύκισμα
5. πεπλατυσμένος μυς που ανακαλύφθηκε από τον Γαληνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατύνω. Ο τ. πλάτυμμα είναι μτγν.].