ποδαρκής

From LSJ
Revision as of 10:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδαρκής Medium diacritics: ποδαρκής Low diacritics: ποδαρκής Capitals: ΠΟΔΑΡΚΗΣ
Transliteration A: podarkḗs Transliteration B: podarkēs Transliteration C: podarkis Beta Code: podarkh/s

English (LSJ)

ές, (

   A ἀρκέω 1.3) succouring with the feet, running to the rescue (cf. βοηθόος): hence, swift-footed, epith. of a good runner, freq. in Il., as epith. of Achilles, 1.121, al.(never in Od.); π. ἄγγελος Διός, of Hermes, B. 18.30.    II π. ἁμέρα a day of swift feet, i.e. on which swift runners contended, Pi.O.13.38; ποδαρκέων δρόμων τέμενος the sacred field of swift courses, i.e. the Pythian race-course, Id.P.5.33(s.v.l.).    III assisting the feet, name of a remedy for gout, Gal.13.1021.

English (Slater)

ποδαρκής
   1 swift of foot ἐν Ἀθάναισι τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις i. e. a day of swift footracing (O. 13.38) ποδαρκέων δώδεκ' ἂν δρόμων τέμενος (contra Bergk, “recte ut videtur schol. participium verbi esse existimat”) (P. 5.33)

Greek Monotonic

ποδαρκής: -ές (ἀρκέω), επαρκής στα πόδια, γοργοπόδαρος, λέγεται για τον Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· ποδαρκὴς ἁμέρα, μέρα της ταχύτητας, δηλ. η μέρα που αγωνίζονται οι γρήγοροι δρομείς, σε Πίνδ.· ποδαρκέων δρόμων τέμενος, ιερός χώρος για τους αγώνες ταχύτητας, δηλ. το Πυθικό στάδιο, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδαρκής -ές [πούς, ἀρκέω] snelvoetig.