πλάγος

From LSJ
Revision as of 10:25, 20 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάγος Medium diacritics: πλάγος Low diacritics: πλάγος Capitals: ΠΛΑΓΟΣ
Transliteration A: plágos Transliteration B: plagos Transliteration C: plagos Beta Code: pla/gos

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό,

   A side, Dor. word, Tab.Heracl.1.66.

Greek (Liddell-Scott)

πλάγος: τό, τὸ πλάγιον μέρος, ἀρχαία Δωρ. λέξις, ἐξ ἧς συνήθως ἐτυμολογεῖται τὸ πλάγιος Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 66.

French (Bailly abrégé)

ους (τό) :
mot dor.
côté.
Étymologie: cf. πλάγιος.

Greek Monolingual

-εος και -ους, τὸ, Α
(δωρ. λ.) το πλάγιο μέρος, η πλευρά, το πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φαίνεται να έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. πλάγιος, πιθ. κατά το πλάτος.

Greek Monotonic

πλάγος: τό, πλευρά, αρχ. Δωρ. λέξη.

Middle Liddell

πλάγος, εος, τό,
the side, old doric word.