σεπτικός
From LSJ
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
ή, όν,
A reverential, of words, Id. s.v. ἠθεῖος, Suid. s.v. πάππα.
German (Pape)
[Seite 872] zur Verehrung gehörig, verehrend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σεπτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς σεβασμὸν ἀνήκων, δηλῶν σέβας ἐπὶ λέξεων, Ἡσύχ. Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σεπτός
(για λέξη) αυτός που δηλώνει σεβασμό, εκτίμηση.