στραγγεύομαι
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
English (LSJ)
Med.,
A loiter, delay, ἐγὼ δῆτ' ἐνθαδὶ στραγγεύομαι; Ar.Ach.126 (cj. Kuster; στραγεύγομαι cod. R, στρατεύομαι cett.); τί ταῦτ' ἔχων σ.; why do I keep loitering thus? Id.Nu.131 (στραγεύομαι codd. RV, στρατεύομαι codd. opt. Suid. s.v. ἰτητέον, στραγγεύομαι codd. deteriores Ar. et Suid. l.c.); σ. περὶ τὰς συμβολάς Macho ap. Ath.13.580e; = τριψημερεῖν, Hsch.; restd. for στρατεύομαι in Pl.R.472a, Zen.4.19, Ptol.Asc.p.401 H., Hsch. s.v. μαρηγηλλᾷ, Id. s.v. στρεύγει, Phot., Suid.s.v. ἢ δεῖ χελώνης, EM755.39; written στραγεύομαι, Ar. (v.l., v. supr.), PTeb. 713.5 (ii B.C.), Sm.Pr.24.10 (v.l.), Hsch., Sch.Ar.Nu. l.c. (cod. V), Suid. (codd. AV), Id. s.v. τευτάζειν, Eust.1441.59; στρατεύομαι (s.v.l.) has this sense in LXX Jd.19.8, BGU1127.28 (i B.C.), 1131.20 (i B.C.); στρατεύεσθαι (s.v.l.),= aginare, Gloss. 2 στραγγευομένη κάθαρσις coming slowly, Orib.Fr.138. II Act. in med. sense, Sch.Ar.Lys.17 (restd. for ἐστράγευσεν, ἐστράτευσεν), Suid. s.v. κυπτάζειν, EM330.56 (restd. for στρατεύειν); = agino, Gloss. (στρατ-).
Greek (Liddell-Scott)
στραγγεύομαι: μέσ., (στρὰγξ) συμπιέζομαι, συστρέφομαι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἀλλ’ εὕρηται μόνον μεταφορ., βραδύνω, ἀργοπορῶ, παραμένω, ἐγὼ δῆτ’ ἐνθαδὶ στραγγεύομαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 126· τί ταῦτ’ ἔχων στρ.; τί μοῦ στρηφογυρίζεις ἐδῶ; ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 131· στρ. περί τι Μάχων παρ’ Ἀθην. 580Ε· ἐκ διορθώσεως ἀντὶ στρατευομένῳ ἐν Πλάτ. Πολ. 472Α· ἴδε Kuster εἰς Σουΐδ ἐν λ. ἦ δεῖ χελώνης. Πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν στρεύγομαι. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. μνημονεύεται παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 17, Ἐτυμολ. Μέγ. 330 ἐν τέλ., ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ μέσ.
French (Bailly abrégé)
faire des détours de côté et d’autre, traîner en longueur, tergiverser.
Étymologie: στράγξ.
Greek Monotonic
στραγγεύομαι: Μέσ. (στράγξ), συμπιέζομαι, συστρέφομαι· μεταφ., αργώ, αργοπορώ, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
στραγγεύομαι: досл. вертеться, перен. болтаться без пользы или томиться, мешкать Arph., Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στραγγεύομαι [στράγξ] tijd verdoen, rondhangen.
Middle Liddell
στραγγεύομαι, στράγξ
Mid. to squeeze oneself up, twist oneself, metaph. to keep loitering about, Ar.