συμπροφέρω
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
A pronounce at the same time, Sch.Pi.O.3.81. 2 involve, Simp. in Ph.904.21.
German (Pape)
[Seite 990] (s. φέρω), zusammen vorbringen, Schol. Pind. Ol. 3, 81.
Greek (Liddell-Scott)
συμπροφέρω: φέρω πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὁμοῦ, «τῷ πατρὶ συμπροφέρων ἐφ’ ἱκανὸν τὴν πλάνην κατὰ τὰ βόρεια» Γεωργ. Παχυμ. Ἀνδρ. Παλαιολ. 4. 25, σ. 226Β. ― Παθ. συμπροφέρομαι, προφέρομαι ὁμοῦ, «τὰ εὐκτικὰ τῶν ῥημάτων τὰ εἰρημένα μόρια (ἄν, εἰ) συμπροφερόμενα ἔχουσι» Σχόλ. εἰς Πινδ. Ὀλ. 3. 81.
Greek Monolingual
ΝΜΑ προφέρω
προφέρω συγχρόνως δύο ή περισσότερους φθόγγους, συνεκφωνώ
μσν.-αρχ.
φέρνω κάτι προς τα εμπρός μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
εμπεριέχω, περιλαμβάνω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ προφέρω
προφέρω συγχρόνως δύο ή περισσότερους φθόγγους, συνεκφωνώ
μσν.-αρχ.
φέρνω κάτι προς τα εμπρός μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
εμπεριέχω, περιλαμβάνω.