συμπίτνω

From LSJ
Revision as of 11:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπίτνω Medium diacritics: συμπίτνω Low diacritics: συμπίτνω Capitals: ΣΥΜΠΙΤΝΩ
Transliteration A: sympítnō Transliteration B: sympitnō Transliteration C: sympitno Beta Code: sumpi/tnw

English (LSJ)

poet. for συμπίπτω,

   A fall or dash together, of waves, A. Pr.432 (lyr.).    II concur, πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν συμπίτνουσιν ἵμεροι Id.Ch.299; δίκᾳ . . οὐ σ. κακόν E.Hec.1029 (lyr., dub. l.); δεινόν γε, θνητοῖς ὡς ἅπαντα σ. ib.846; μοι ἐς ταὐτὸν . . σ. meets me exactly here, ib. 966.

Greek (Liddell-Scott)

συμπίτνω: ποιητ. ἀντὶ συμπίπτω ὅταν ἡ λήγουσα πρέπῃ νὰ εἶναι βραχεῖα (ἴδε ἐν λ. πίτνω), ἐπὶ κυμάτων συμπιπτόντων κατ’ ἀλλήλων, Αἰσχύλ. Πρ. 432. ΙΙ. βοηθῶ, συνεργῶ, συντρέχω, πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν ξυμπίτνουσιν ἵμεροι Αἰσχύλ. Χο. 299· δίκᾳ... οὐ ξ. κακὸν Εὐρ. Ἑκ. 1030· δεινόν γε, θνητοῖς ὡς ἅπαντα σ. αὐτόθι 846· ἐς ταυτὸν ἥδε συμπίτνει δμωὶς σέθεν, μὲ συναντᾷ ἀκριβῶς ἐδῶ, αὐτόθι 966.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
συμπίπτω;
1 tomber ou se heurter ensemble;
2 tomber ensemble sur, rencontrer, τινι ; abs. se rencontrer.
Étymologie: σύν, πίτνω.

English (Slater)

συμπίτνω
   1 fall along with in wrestling. ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς (ἀκμᾷ Pauw: αἰχμᾷ codd.: sc. Μέλισσος) (I. 4.51)

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) βλ. συμπίπτω.

Greek Monotonic

συμπίτνω: ποιητ. αντί συμ-πίπτω, όταν η παραλήγουσα είναι βραχεία·
I. πέφτω ή προσκρούω μαζί, λέγεται για τα κύματα, σε Αισχύλ.
II. συντρέχω, συνεργώ, στον ίδ.· με δοτ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

συμπίτνω:
1) устремляться друг на друга сталкиваться: βοᾷ κλύδων ξυμπίτνων Aesch. сшибаясь, ревут волны;
2) встречаться, сходиться: εἰς ἓν σ. Aesch. сводиться к одному; εἰς ταυτὸν σ. τινί Eur. как раз в этот момент повстречаться с кем-л.;
3) случаться, приключаться, выпадать на долю (τινί Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπίτνω [~ συμπίπτω] ( poët. ) in elkaar vallen, instorten. Aeschl. PV. 432. samenvallen, samenkomen;. σ. ἐς ταὐτόν met dat. iem. tegen het lijf lopen, iem. tegenkomen Eur. Hec. 966. overkomen, treffen, met dat. van pers.