συννικάω
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
A have part in a victory, τινι with another, E.Alc.1103; χορῷ IG22.3101 (tm.); μετ' ἀλλήλων X.Cyr.6.4.14: abs., And.3.27:— Pass., to be conquered together, D.C.49.10.
Greek (Liddell-Scott)
συννῑκάω: νικῶ ὁμοῦ μετά τινος, νικῶντι μέντοι καὶ σὺ συννικᾷς ἐμοὶ Εὐρ. Ἄλκ. 1103· μετά τινος Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14· ἀπολ., Ἀνδοκ. 27. 2. ΙΙ. μεταβ., Δίων Κ. 37. 21· παθητ., ὁ αὐτ. 49. 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
vaincre avec, τινι.
Étymologie: σύν, νικάω.
Greek Monotonic
συννῑκάω: νικώ, κυριεύω, κατακτώ μαζί με κάποιον, τινί, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συννῑκάω [σύν, νικάω] gezamenlijk overwinnen.
Russian (Dvoretsky)
συννῑκάω: совместно побеждать (τινι Eur. и μετά τινος Xen.).