χάσμημα

From LSJ
Revision as of 02:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάσμημα Medium diacritics: χάσμημα Low diacritics: χάσμημα Capitals: ΧΑΣΜΗΜΑ
Transliteration A: chásmēma Transliteration B: chasmēma Transliteration C: chasmima Beta Code: xa/smhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a wide yawn or gape, Ar.Av.61.

German (Pape)

[Seite 1340] τό, das Gähnende, Aufklaffende, die Oeffnung des weit aufgesperrten Mundes, Ar. Av. 61.

Greek (Liddell-Scott)

χάσμημα: τό, τὸ ἄνοιγμα τοῦ στόματος τοῦ χασμωμένου, Λατ. rictus, Ἄπολλον ἀποτρόπαιε, τοῦ χασμήματος, «ἐπεὶ πρόσωπον ὀρνέου ἐποίησεν ὁ ὑποκριτὴς ἔχοντος τὸ ῥάμφος κεχηνός, διὰ τοῦτο εἶπε χασμήματος» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 61.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
large bec.
Étymologie: χασμάομαι.

Greek Monolingual

το, ΝΑ χασμῶμαι
νεοελλ.
φυσιολ. νευροφυτικό αντανακλαστικό που εκδηλώνεται με ευρεία διάνοιξη του στόματος και βαθιά, παρατεταμένη και συχνά θορυβώδη εισπνοή και το οποίο αποτελεί σημείο κόπωσης, νύστας, πείνας, ανίας ή και υποβολής
αρχ.
το άνοιγμα στόματος που χάσκει.

Greek Monotonic

χάσμημα: τό, μεγάλο χασμουρητό, Λατ. rictus, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χάσμημα: ατος τό разинутая пасть Arph.

Middle Liddell

χάσμημα, ατος, τό,
a wide yawn or gape, Lat. pictus, Ar.