ἀμφιθέατρος

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιθέατρος Medium diacritics: ἀμφιθέατρος Low diacritics: αμφιθέατρος Capitals: ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟΣ
Transliteration A: amphithéatros Transliteration B: amphitheatros Transliteration C: amfitheatros Beta Code: a)mfiqe/atros

English (LSJ)

ον,

   A having seats for spectators all round, of the Roman circus, ἀ. ἱππόδρομος D.H.4.44:- also στοά Id.3.68; στάδιον IGRom.4.861 (Laodicea ad Lycum): esp. neut. as Subst., -θέατρον, τό, amphitheatre, IGRom.1.1024.27 (Berenice, i B.C.), Str.14.1.43, J.AJ15.8.1, Arr.Epict.1.25.27, Procop.Goth.3.23, etc.

German (Pape)

[Seite 139] ἱππόδρομος, eine amphitheatralische Rennbahn, Dion. Hal. 4, 44.

Spanish (DGE)

-ον
1 adj. con asientos todo alrededor, como un anfiteatro στοά D.H.3.68.3, ἱππόδρομος D.H.4.44.1, στάδιον Laodicée p.323.
2 subst. τὸ ἀ. anfiteatro, IGR 1.1024 (Berenice I a.C.), Str.5.3.8, 14.1.43, 17.1.10, I.AI 15.268, M.Ant.6.46, Arr.Epict.1.25.27, D.C.43.22.3, Procop.Goth.3.23.3.

Greek Monolingual

ἀμφιθέατρος, -ον (Α)
το σημείο ή ο τόπος, από όπου μπορεί κανείς να βλέπει προς κάθε κατεύθυνση
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αμφιθέατρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θέατρον.