ἀνώϊστος

From LSJ
Revision as of 11:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνώϊστος Medium diacritics: ἀνώϊστος Low diacritics: ανώϊστος Capitals: ΑΝΩΪΣΤΟΣ
Transliteration A: anṓïstos Transliteration B: anōistos Transliteration C: anoistos Beta Code: a)nw/i+stos

English (LSJ)

(A), ον, (οἴομαι)

   A unlooked for, unexpected, ἀ. κακόν Il.21.39; ἀνωΐστων πολέων περ Hom.Epigr.5; βέλεα Mosch.2.75; κλάδοι Epic.Anon.Oxy. 214.1. Adv. -τως A.R.1.680.
ἀνώϊσ-τος (B), ον, prob.

   A f.l. for ἀνοιστός, referred, ἀνωΐστου γενομένου ἐς τὴν Πυθίην the matter having been referred to .., Hdt.6.66.    2 lifted up, raised, Aret.SA2.11.

French (Bailly abrégé)

1ion. p. *ἀνοιστός, adj. verb. de ἀναφέρω.
2ος, ον :
inopiné, inattendu.
Étymologie: ἀ, οἴομαι.
3ion. c. ἀνοιστός.

Spanish (DGE)

-ον
elevado, levantado ἢν (sc. ἡ ὑστέρη) ἐξαπίνης ἀνώϊστος γένηται Aret.SA 2.11.2, κλάδοι Epic.Alex.Adesp.3.1.
-ον
I 1inesperado τῷ δ' ἄρ' ἀνώϊστον κακὸν ἤλυθε δῖος Ἀχιλλεύς Il.21.39, cf. Od.3.306 (ap. crít.), μῦθος A.R.3.670, πότμος A.R.3.800, βέλεα Mosch.2.75.
2 que pasa inadvertido πόλεις hex. en Ps.Hdt.Vit.Hom.212, χρόνος el tiempo que pasa insensiblemente, AP 7.564.3.
II adv. -ως inesperadamente ὅμιλος ἀνωίστως ἐφικάνει A.R.1.680.

Greek Monotonic

ἀνώϊστος: -ον (οἴομαι), αναπάντεχος, απροσδόκητος, σε Ομήρ. Ιλ., Μόσχ.
ἀνώϊστος: -ον, Ιων. αντί ἀν-οιστός, αυτός που αναφέρεται σε κάποιο πρόσωπο, ἔς τινα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνώϊστος:
1) непредвиденный, неожиданный (κακόν Hom.);
2) неведомый, непостижимый (θνητοῖσιν Hom.);
3) незаметно идущий, неслышный (χρόνος Anth.).
Her. = ἀνοιστός.