ἀποστήριγμα

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστήριγμα Medium diacritics: ἀποστήριγμα Low diacritics: αποστήριγμα Capitals: ΑΠΟΣΤΗΡΙΓΜΑ
Transliteration A: apostḗrigma Transliteration B: apostērigma Transliteration C: apostirigma Beta Code: a)posth/rigma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A stay, support, Hp.Off.25, cf. EM125.17.    2 determination of humours, Hp.Flat.9.

German (Pape)

[Seite 327] τό, die Versetzung eines Krankheitsstoffes in ein einzelnes Glied, wie ἀπόσκημμα, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστήριγμα: -ατος, τό, ὑποστήριγμα, Ἱππ. Κατ’ Ἰητρ. 749. 2) μετατόπισις ἢ συγκέντρωσις χυμῶν τοῦ σώματος εἰς ἕν μόνον μέρος τοῦ σώματος, ὡς τὸ ἀπόσκηψις, Ἱππ. 298. 41.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 apoyo, sostén Hp.Off.25, EM 125.17G., de los huesos, Anon.Lond.16.5.
2 fijación de un dolor por acumulación de flatos, Hp.Flat.9.

Greek Monolingual

ἀποστήριγμα, το (Α)
1. υποστήριγμα
2. μετατόπιση υγρού σε κάποιο σημείο του σώματος.