ἀφήκω

From LSJ
Revision as of 20:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφήκω Medium diacritics: ἀφήκω Low diacritics: αφήκω Capitals: ΑΦΗΚΩ
Transliteration A: aphḗkō Transliteration B: aphēkō Transliteration C: afiko Beta Code: a)fh/kw

English (LSJ)

   A arrive at or have arrived, οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν Pl.R.530e; ἐς θεούς D.C.52.4; ἐς πρῖσιν ἀ. is a case for operation, Hp.VC9.    II depart, πολὺ ἀπό τινων D.C.41.8.

German (Pape)

[Seite 409] ankommen, hingelangen, οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν Plat. Rep. VII, 530 e; Antipho bei B. A. 470, = διήκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφήκω: ἀφικνοῦμαι, φθάνω που, καὶ οὐκ ἐξῆκον ἐκεῖσε ἀεί, οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν Πλάτ. Πολ. 530Ε· εἴς τι Ἱππ. 900Η

French (Bailly abrégé)

1 arriver, parvenir, εἴς τι;
2 c. διήκω.
Étymologie: ἀπό, ἥκω.

Spanish (DGE)

1 llegar, ir a parar a οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν Pl.R.530e, ἐς πρῖσιν ἀφήκει Hp.VC 9, ἐς ἰητρικήν Hp.Nat.Hom.1, de la sangre ἐς τοὺς πόδας ἀφήκει Hp.Nat.Hom.11, ἐς τὸ θεῖον Hp.Morb.Sacr.1.27, τὸ ἀνθρώπειον πᾶν ... ἔκ τε θεῶν γεγονὸς καὶ ἐς θεοὺς ἀφῆξον D.C.52.4.3.
2 irse, alejarse πολὺ τε ἀπὸ σφῶν ἀφήξειν D.C.41.8.3.

Greek Monolingual

ἀφήκω (Α)
1. φθάνω, καταλήγω κάπου
2. φεύγω, απομακρύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + ήκω «έχω φθάσει» (πρβλ. ανήκω)].

Greek Monotonic

ἀφήκω: φτάνω σε, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφήκω: прийти, дойти Plat.

Middle Liddell

to arrive at, Plat.