ἀστάνδης
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A courier, Plu.Alex.18, 2.326f; cf. Armen. astandel 'wander'.
German (Pape)
[Seite 374] ὁ, der Eilbote, persisches Wort, Plut. Alex. 18 Alex. fort. I, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστάνδης: ὁ, ταχυδρόμος, Περσικὴ λέξις, Πλουτ. Ἀλεξ. 18, ἴδε Οὐϋττεμβ. ἐν Ἠθ. Πλουτ. 2. 326F· πρβλ. ἄγγαρος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
courrier.
Étymologie: mot persan.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ mensajero Plu.Alex.18, 2.326e, 340c, Ath.122a, Hsch., Phot.α 95.
• Etimología: Prést. del iran., cf. sogdiano ‘st’nyk (āstānik).
Greek Monotonic
ἀστάνδης: ὁ, ταχυδρόμος, αγγελιαφόρος, Περσική λέξη, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀστάνδης: ου ὁ перс. гонец Plut.
Frisk Etymological English
See also: ἀσκάνδης