ἐντιναγμός
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
English (LSJ)
ὁ,
A shaking, LXXSi.22.15 (v.l. ἐντίναγμα, as in Sch. Od.17.231).
German (Pape)
[Seite 856] ὁ, das Daraufstoßen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντῐναγμός: ὁ, τίναγμα, Ἑβδ. (Σειράχ. ΚΒ΄, 13· μετὰ διαφ. γραφ. ἐντίναγμα).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
choque, golpe brusco φύλαξαι ἀπ' αὐτοῦ ... οὐ μὴ μολυνθῇς ἐν τῷ ἐντιναγμῷ αὐτοῦ apártate de él (del cerdo) no sea que te manches al chocar con él LXX Si.22.13.
Greek Monolingual
ἐντιναγμός, ο (Α)
1. το τίναγμα
2. ασύνετος λόγος, απερίσκεπτη πράξη.