ἰθυβόλος

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθυβόλος Medium diacritics: ἰθυβόλος Low diacritics: ιθυβόλος Capitals: ΙΘΥΒΟΛΟΣ
Transliteration A: ithybólos Transliteration B: ithybolos Transliteration C: ithyvolos Beta Code: i)qubo/los

English (LSJ)

ον,

   A straight-hitting, ἀκόντιον Apollod.3.15.1: Sup. -ώτατος, ἀκοντιστής J.BJ1.21.13: metaph., sagacious, φύσις Dam.Isid.160.

German (Pape)

[Seite 1245] gerade treffend, ἀκόντιον Apolld. 3, 15; – ἰθύβολος, gerade getroffen?

Greek (Liddell-Scott)

ἰθῠβόλος: -ον, ὁ κατ’ εὐθεῖαν βάλλων, κτυπῶν, ἀκόντιον Ἀπολλόδ. 3. 15· εὐθύς, Βυζ.

Greek Monolingual

ἰθυβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που βάλλει κατευθείαν, που ρίχνει ίσια και πετυχαίνει τον σκοπό του
2. νοήμονος, συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακοντο-βόλος, πυρο-βόλος.