πάραυτα
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
or παραυτά, Adv. for παρ' αὐτά (sc. τὰ πράγματα),
A immediately, straightway, A.Ag.737 (lyr.), D.23.157; π. δ' ἡσθεὶς ὕστερον στένει διπλᾶ E.Fr.1079.5 codd. Stob., cf. Plb. 23.5.11 ; ἡ π. χάρις Id.38.11.11 (better divisim, παρ' αὐτά) ; τὸ π. πεφυγμένον κακόν prob. in Epicur.Fr.423.2. c. gen., ἥκοντες π. τοῦθανεῖν Socr.Ep.11 (Aristipp.).
Greek (Liddell-Scott)
πάραυτᾰ: Ἐπίρρ. ἀντὶ παρ’ αὐτὰ (ἐξυπακ. τὰ πράγματα), = παραυτίκα ἢ παραχρῆμα, παρευθύς, π. δ’ ἡσθεὶς ὕστερον στένει διπλᾶ Εὐρ. Ἀποσπ. 1061, πρβλ. Πολύβ. 24. 5, 11· ἡ π. χάρις ὁ αὐτ. 98. 3, 11. ΙΙ. καθ’ ὅμοιον τρόπον, Λατ. perinde, Αἰσχύλ. Ἀγ. 737, Δημ. 672. 5, Διόδ. 12. 20. 2) μετὰ γεν., κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, Σωκρ. Ἐπιστ. 11. ― Τινὲς τῶν ἐκδοτῶν γράφουσι: παρ’ αὐτὰ ἐν διαστάσει. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ϛ΄, σ. 369.
Greek Monolingual
ΝΜΑ και παραυτά Α και πάραυτας Ν
(επίρρ. χρον.) αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή, αυθωρεί (α. «πάραυτ' η γνώμη ντου άλλαξε», Ερωτόκρ.
β. «πάραυτα δ' ἐλθεῑν ἐς Ἰλίου πόλιν», Αισχύλ.)
αρχ.
1. προς στιγμή, στιγμιαία
2. κατά τον ίδιο χρόνο, την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα («πάραυτα τοῦ θανεῑν», Σωκρ. Επιστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. παρ' αὐτὰ με συνεκφορά (πρβλ. κάταυτα)].
Greek Monotonic
πάραυτᾰ: επίρρ. αντί παρ' αὐτά (ενν. τὰ πράγματα), με παρόμοιο τρόπο, Λατ. perinde ή (όπως σε άλλους) = παραυτίκα, στην αρχή, σε Αισχίν., Δημ.
Frisk Etymological English
-ιά
Grammatical information: adv.
Meaning: innediately (Aesch., D)
Middle Liddell
in like manner, Lat. perinde or (as others) = παραυτίκα, at first, Aesch., Dem.