Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πεύκινος

From LSJ
Revision as of 13:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεύκῐνος Medium diacritics: πεύκινος Low diacritics: πεύκινος Capitals: ΠΕΥΚΙΝΟΣ
Transliteration A: peúkinos Transliteration B: peukinos Transliteration C: peykinos Beta Code: peu/kinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of, from, or made of pine or pine wood, κορμοί E.Hec.575; λαμπάς S. Tr.1198; π. δάκρυ tear of the pine, i. e. the resinous drops that ooze from it, E.Med.1200; ῥητίνη Dsc.1.71; πεύκινα, τά, pine-logs, Plb. 5.89.1, cf. IG12.342.70.

German (Pape)

[Seite 607] von der Fichte kommend, gemacht, fichten; λαμπάς, Soph. Trach. 1188; κορμοί, Eur. Hec. 575; δάκρυ, das von der Fichte tröpfelnde Harz, Med. 1200; ξύλα, Pol. 5, 89, 1.

Greek (Liddell-Scott)

πεύκῐνος: -η, -ον, (πεύκη) ὁ ἐκ πεύκης ἢ πεποιημένος ἐκ ξύλου πεύκης, π. κορμὸς Εὐρ. Ἑκάβ. 575· λαμπὰς Σοφ. Τρ. 1198 π. δάκρυα, δηλ. αἱ ῥητινώδεις σταγόνες αἱ στάζουσαι ἐξ αὐτῆς, Εὐρ. Μήδ. 1200· οὕτω, πεύκης νοτὶς Ἀνθ. Παλ. 11. 248.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 qui coule d’un pin : δάκρυ EUR goutte de résine;
2 en bois de pin.
Étymologie: πεύκη.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεύκινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πεύκο
2. κατασκευασμένος από ξύλο πεύκου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τα πεύκινα
τα κλαδιά πεύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλ-ινος)].

Greek Monotonic

πεύκινος: -η, -ον (πεύκη), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από πεύκο ή ξύλο πεύκου, σε Σοφ.· πεύκινα δάκρυα, τα δάκρυα του πεύκου, δηλ. οι σταγόνες ρετσινιού που στάζουν από το πεύκο, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεύκινος -η -ον [πεύκη] pijnboom-:; πεύκινον δάκρυ pijnboomhars Eur. Med. 1200; van pijnboomhout.

Russian (Dvoretsky)

πεύκῐνος: сосновый (λαμπάς Soph.; κορμός Eur.): πεύκινα δάκρυα Eur. капли сосновой смолы.

Middle Liddell

πεύκινος, η, ον πεύκη
of or from pine or pine-wood, Soph.; π. δάκρυα tears of the pine, i. e. the resinous drops that ooze from it, Eur.