προαναλαμβάνω

From LSJ
Revision as of 06:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαναλαμβάνω Medium diacritics: προαναλαμβάνω Low diacritics: προαναλαμβάνω Capitals: ΠΡΟΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: proanalambánō Transliteration B: proanalambanō Transliteration C: proanalamvano Beta Code: proanalamba/vw

English (LSJ)

   A lift up first, τὸ σῶμα cj. in Sor.2.38; take up before, είς τὴν ἕξιν Ath.2.45e (Pass.), cf. BGU421.14 (Pass., ii A.D.).    2 take up a narrative at an earlier point, βραχὺ τοῖς χρόνοις π. τὴν ἱστορίαν D.S.17.5.    3 prepare, mix with, τινι Philum. ap. Aët.16.38:—Pass., cj. in Sor.1.122.    II anticipate, forestall, J.AJ16.4.4.

German (Pape)

[Seite 707] (s. λαμβάνω), vorher aufnehmen, Sp., z. B. προαναληφθῆναι Ath. II, 45 d.

Greek (Liddell-Scott)

προαναλαμβάνω: ἀναλαμβάνω πρότερον, εἴς τι Ἀθήν. 45Ε· ― ἀναλαμβάνω διήγησιν ἐκ προτέρου τινὸς σημείου, Διόδ. 17. 5. ΙΙ. προκαταλαμβάνω, ἐκπλήττω. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 4, 4.

Greek Monolingual

Α ἀναλαμβάνω
1. λαμβάνω κάτι για πρώτη φορά
2. σηκώνω προηγουμένως κάτι ψηλά
3. αναλαμβάνω διήγηση από κάποιο προηγούμενο σημείο
4. παρασκευάζω κάτι αναμιγνύοντας
5. μτφ. προκαταλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

προᾰνᾰλαμβάνω: начинать издалека (о речи, рассказе) (τὴν ἱστορίαν Diod.).