ἀνωφερής

From LSJ
Revision as of 11:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνωφερής Medium diacritics: ἀνωφερής Low diacritics: ανωφερής Capitals: ΑΝΩΦΕΡΗΣ
Transliteration A: anōpherḗs Transliteration B: anōpherēs Transliteration C: anoferis Beta Code: a)nwferh/s

English (LSJ)

ές,

   A borne upwards, ascending, opp. κατωφερής, of air and fire, Chrysipp.Stoic.2.143, cf. 290, Aristid. Quint.3.19; ὀσμαί Arist. Pr.908a25, cf. Herm. in Phdr.p.178A.; τὸ ἀ. Plu.2.649c.    2 of wine, heady, intoxicating, Ath.1.32c.    II Act., bearing upwards, Arist.Ph.217a3.

German (Pape)

[Seite 269] ές, sich nach oben bewegend, emporsteigend, Arist. probl. 13, 5; οἶνος Ath. I, 32 c; sich steil erhebend, schroff, Diod. S. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνωφερής: -ές, ὁ πρὸς τὰ ἄνω φερόμενος, ἀναβαίνων, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ κατωφερής, ὀσμαὶ Ἀριστ. Πρβλ. 13. 5· τὸ ἀνωφερὲς Πλούτ. 2. 649C. 2) ἐπὶ οἴνου, ὁ εἰς τὴν κεφαλὴν ἀναβαίνων, μεθυστικός, Ἀθήν. 32C. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ πρὸς τὰ ἄνω φέρων, Ἀριστ. Φυσ. 4. 9, 2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui monte ou tend à monter.
Étymologie: ἄνω, φέρω.

Spanish (DGE)

-ές
I 1que tiende a subir, ascendente ἀνωφεροῦς οὔσης τῆς τοιαύτης φύσεως διὰ τὴν κουφότητα Democr.B 5.1, del aire y del fuego, Chrysipp.Stoic.2.143, cf. 290, M.Ant.9.9, 11.20, Aristid.Quint.119.5, Ach.Tat.Intr.Arat.4, ὀσμαί Arist.Pr.908a25, τὸ θερμόν Herm.in Phdr.178, δύναμις Corn.ND 26, M.Ant.10.26
subst. τὸ ἀ. lo ascendente τὸ ἀ. δύναμίς ἐστιν Plu.2.649c.
2 fig. que se sube a la cabeza del vino, Ath.32c.
II elevado, sublime ἀνωφερὴς ... ἦν αὐτῶν ἡ ζωή Gr.Nyss.V.Macr.383.3.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀνωφερής, -οῡς)
νεοελλ.
(για έδαφος) αυτός που έχει κλίση προς τα επάνω, ανηφορικός
αρχ.
1. αυτός που ανεβαίνει, που κατευθύνεται προς τα επάνω
2. (για κρασί) αυτός που επιδρά στο κεφάλι, που προκαλεί μέθη
3. ενεργ. αυτός που φέρει ή κατευθύνει κάτι προς τα επάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνω + -φερής < φέρω (πρβλ. εμφερής, κατωφερής, περιφερής κ.ά.].

Russian (Dvoretsky)

ἀνωφερής:
1) устремляющийся вверх (τὸ θερμὸν καὶ αἱ ὀσμαὶ πᾶσαι Arst.; τὸ πυρῶδες Diod.);
2) поднимающий вверх (τὸ κενόν Arst.).