ἀσκίτης
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (ἀσκός kind of
A dropsy, ascites, Epicur.Fr.190, Aret.SD1.16, Gal.17(2).670. II patient suffering from the disease, Herod.Med. ap. Orib.10.8.9.
German (Pape)
[Seite 371] ὁ, Schlauch-, Wassersucht, Epicur. bei Plut. non posse 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκίτης: -ου, ὁ, [ῑ], εἶδος ὕδρωπος (ἐκ τοῦ ἀσκός), νόσῳ νοσῶν ἀσκίτῃ Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1097Ε, Ἀρετ. 48· ὕδρωψ ἀσκίτης ἐστὶν ἐφ’ οὗ κοιλία καὶ ὄσχεον καὶ σκέλη ἐξοιδίσκεται, τὰ δὲ ἄνω ἰσχνὰ γίνεται ἀπολεπτυνόμενα Γαλην. Ὅροι Ἰατρικ. τ. 19. σ. 424, ἴδε καὶ τ. 15. σ. 891 κτλ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Morfología: [fem., Gal.17(2).670]
1 medic. ascitis Metrod.46, Gal.l.c., Aret.SD 1.16.6, Sch.Gal.2.24M.(p.17).
2 medic. persona que padece ascitis Herod.Med. en Orib.10.8.9.
Greek Monolingual
ο (Α ἀσκίτης) ἀσκός
άθροιση υγρού στην περιτοναϊκή κοιλότητα, ανάμεσα στη μεμβράνη που επενδύει το κοιλιακό τοίχωμα και τη μεμβράνη που καλύπτει τα ενδοκοιλιακά όργανα.
Russian (Dvoretsky)
ἀσκίτης: похожий на (раздутый) мех, т. е. отечный: ἀ. νόσος Plut. общая отечность, водянка.