ἀγαμία
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
English (LSJ)
ἡ,
A single estate, celibacy, Plu.2.491e.
German (Pape)
[Seite 8] ἡ, Ehelosigkeit, Plut. de frat. am. 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαμία: ἡ, τὸ ζῆν ἀγάμως, Πλούτ. 2. 491Ε· - ἀγαμίου δίκη, ἡ, δίκη κατὰ ἀγάμου, ὅτι δὲν ἐνυμφεύθη, παρὰ Σπαρτιάταις, Πλουτ. Λυσ. 30, Κλήμ. Ἀλεξ. στρώμ. σ. 505, ἴδε Πολυδ. 3.48.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
célibat.
Étymologie: ἄγαμος.
Spanish (DGE)
(ἀγᾰμία) -ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
soltería, celibato, SEG 41.201D.1 (Ramnunte IV a.C.), Plu.2.491e, dentro de la relig. crist., Pall.H.Laus.proem.8, Basil.M.32.401C, Gr.Nyss.Virg.248.26, obligatorio en la vida monástica, Basil.M.32.720C.
Greek Monotonic
ἀγαμία: ἡ (ἄγαμος), μοναχική ζωή, αγαμία, σε Πλούτ.· ἀγαμίου δίκη, ἡ, δίκη που συνέβαινε στη Σπάρτη, εναντίον κάποιου επειδή δεν παντρεύτηκε, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγᾰμία: ἡ безбрачие Plut.
Middle Liddell
ἄγαμος
celibacy, Plut.; ἀγαμίου δίκη, ἡ, an action against one for not marrying, Plut.