χυδαιολογία
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
ἡ,
A vulgar language, coarseness, Phot.Bibl.p.56.
German (Pape)
[Seite 1384] ἡ, gemeine, schlechte Sprache, Gemeinheit des Ausdrucks, Phot. bibl. cod. 80.
Greek (Liddell-Scott)
χῠδαιολογία: χυδαιότης λόγου, χυδαία γλῶσσα, Φωτ. Βιβλ. σ. 56, Ἐπιφάν. 1.626D· πρβλ. χυδαιότης.
Greek Monolingual
η, ΝΜ
νεοελλ.
χυδαίος λόγος, πρόστυχη έκφραση
μσν.
1. χυδαία, κακή, τετριμμένη γλώσσα («πρὸς τὴν πεπατημένην κατενηνεγμένοι χυδαιολογίαν», Φώτ.)
2. μάταιη, ανόητη συζήτηση («τῇ τῶν Ἀρειανῶν χυδαιολογίᾳ», Επιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαῖος + -λογία].