εὐθύγραμμος

From LSJ
Revision as of 21:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῠγραμμος Medium diacritics: εὐθύγραμμος Low diacritics: ευθύγραμμος Capitals: ΕΥΘΥΓΡΑΜΜΟΣ
Transliteration A: euthýgrammos Transliteration B: euthygrammos Transliteration C: efthygrammos Beta Code: eu)qu/grammos

English (LSJ)

ον, = foreg., Arist.Cael.286b13, al.; γωνία Oenopides ap. Procl.in Euc.p.333F., cf. Euc.1.44; τὸ εὐ. (with or without σχῆμα)

   A rectilinear figure, Arist.APr.69a31, Pr.913b18, Thphr.HP1.12.1.

German (Pape)

[Seite 1070] geradlinig, σχῆμα Arist. coel. 2 Meteor. 10, 2; τὸ εὐθ., geradlinige Figur, Mathem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθύγραμμος: -ον, ὁ κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 4, 1, κ. ἀλλ.· τὸ εὐθ. (μετὰ τῆς λέξεως σχῆμαἄνευ αὐτῆς), σχῆμα ἀποτελούμενον ἐξ εὐθειῶν γραμμῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Πρ. 2. 25, 2, Πρβλ. 16. 4, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 1: ἐντεῦθεν -γραμμικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς τοιοῦτον σχῆμα· καὶ Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. 80. 136.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐθύγραμμος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται ή κινείται σε ευθεία γραμμήεὐθύγραμμος κίνησις» — η κίνηση που γίνεται σε ευθεία γραμμή, Αριστοτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ευθύγραμμο (με ή χωρίς τη λέξη σχήμα)
σχήμα που αποτελείται από ευθείες γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -γραμ-μος (< γραμ-μή < γράφ-ω)
πρβλ. καμπυλό-γραμμος, παραλληλό-γραμμος].

Russian (Dvoretsky)

εὐθύγραμμος: прямолинейный (σχῆμα Arst., Plut.).