θέλεος

From LSJ
Revision as of 15:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέλεος Medium diacritics: θέλεος Low diacritics: θέλεος Capitals: ΘΕΛΕΟΣ
Transliteration A: théleos Transliteration B: theleos Transliteration C: theleos Beta Code: qe/leos

English (LSJ)

ον,

   A willing, θ. ἀθέλεος, Lat. nolens volens, A.Supp.862 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1192] freiwillig, nur Aesch. Suppl. 842, neben ἀθέλεος.

Greek (Liddell-Scott)

θέλεος: -ον, θέλων, πρόθυμος, θ. ἀθέλεος, Λατ. nolens volens, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 862.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de bon vouloir : θέλεος ἀθέλεος ESCHL bon gré, mal gré.
Étymologie: θέλω.

Greek Monolingual

θέλεος, -ον (Α)
αυτός που θέλει, εκών, πρόθυμοςθέλεος ἀθέλεος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Προφανώς < εθέλω, η διαδικασία παραγωγής όμως δέν είναι σαφής. Ίσως αναλογικά προς τα επίθ. σε -εος].

Russian (Dvoretsky)

θέλεος: добровольный: θ. ἀθέλεος Aesch. волей-неволей.