δύσπλανος

From LSJ
Revision as of 21:22, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσπλᾰνος Medium diacritics: δύσπλανος Low diacritics: δύσπλανος Capitals: ΔΥΣΠΛΑΝΟΣ
Transliteration A: dýsplanos Transliteration B: dysplanos Transliteration C: dysplanos Beta Code: du/splanos

English (LSJ)

ον,

   A wandering in misery, A.Pr.608 (lyr.); δ. ἀλατείαις ib.900 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 687] unglücklich umherirrend, Aesch. Prom. 611. 902.

Greek (Liddell-Scott)

δύσπλᾰνος: -ον, ἀθλίως πλανώμενος, Αἰσχύλ. Πρ. 608, 900.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui erre misérablement.
Étymologie: δυσ-, πλάνη.

Spanish (DGE)

(δύσπλᾰνος) -ον
de enloquecido errar παρθένος ref. Ío, A.Pr.608, cf. 900.

Greek Monolingual

δύσπλανος, -ον (Α)
αυτός που περιπλανιέται μέσα στη δυστυχία.

Greek Monotonic

δύσπλᾰνος: -ον (πλάνη), αυτός που περιπλανιέται μέσα στη δυστυχία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δύσπλᾰνος: преследуемый несчастьями в своих скитаниях, гонимый бедствиями (δ. παρθένος = Ἰώ Aesch.).

Middle Liddell

δύσ-πλᾰνος, ον πλάνη
wandering in misery, Aesch.