δαμασικόνδυλος

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰμᾰσικόνδυλος Medium diacritics: δαμασικόνδυλος Low diacritics: δαμασικόνδυλος Capitals: ΔΑΜΑΣΙΚΟΝΔΥΛΟΣ
Transliteration A: damasikóndylos Transliteration B: damasikondylos Transliteration C: damasikondylos Beta Code: damasiko/ndulos

English (LSJ)

ον,

   A conquering with the knuckles, Eup.408.

Greek (Liddell-Scott)

δαμασικόνδυλος: -ον, ὁ καταβάλλων καὶ νικῶν διὰ τῶν κονδύλων ἢ γρόνθων, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 84.

Greek Monolingual

δαμασικόνδυλος, -ον (Α)
όποιος με γροθιές νικά τον αντίπαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + κόνδυλος «γροθιά». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)].