θρόνον
English (LSJ)
τό, only in pl. θρόνα,
A flowers embroidered on cloth, ἐν δὲ θρόνα ποικίλ' ἔπασσε Il.22.441, cf. Sch.Theoc.2.59, and v. τρόνα. II herbs used as drugs and charms, Theoc.2.59, Nic.Th.493,936, Lyc. 674, Aglaïas7; used in sacrificial offering, UPZ96.4 (ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
θρόνον: τό, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. θρόνα, ἄνθη κεντημένα ἐπὶ ὑφάσματος, ἐν δέ θρόνα ποικίλ’ ἔπασσε Ἰλ. Χ. 441· - ὁ Ἡσύχ. ἔχει: τρόνα· ἀγάλματα ἢ ῥάμματα ἄνθινα· πρβλ. ποικιλόθρονος. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. θρόνα ἐκαλοῦντο ἄνθη ἢ βοτάναι ἐν χρήσει ὡς φάρμακα καὶ φίλτρα, Θεόκρ. 2. 59, πρβλ. Νικ. Θηρ. 493, 936, Λυκόφρ. 674.
English (Autenrieth)
pl. θρόνα: flowers, in woven work, Il. 22.441†.
Greek Monolingual
θρόνον, τὸ (Α)
(μόνο στον πληθ.) τὰ θρόνα
α) άνθη κεντημένα ή υφασμένα
β) άνθη ή βότανα από τα οποία παρασκευάζονταν φάρμακα ή μαγικά φίλτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αρχική θα πρέπει να θεωρηθεί η σημασία «ποικιλόχρους, πολύχρωμος». Απαντά πιθ. ως β' συνθετικό με τη μορφή -θρονος, ίσως όμως να πρόκειται και για το ουσ. θρόνος, όπως λ.χ. στο επίθ. ποικιλό-θρονος, που χαρακτηρίζει την Αφροδίτη και μπορεί να ερμηνευθεί είτε ως «με το πλουμισμένο με λουλούδια φόρεμα» είτε ως «με τον καλοδουλεμένο θρόνο»].
Middle Liddell
θρόνα, τά, only in pl.]
I. flowers embroidered on cloth, patterns, Il.
II. flowers or herbs used as drugs and charms, Theocr. [deriv. uncertain]