καινολογία
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
ἡ,
A strange language or phraseology, Plb.38.9.2, D.H.Lys.3; telling of strange tales, κ. τίς ἐστιν ὁ μῦθος Str.1.2.8.
German (Pape)
[Seite 1294] ἡ, neue, ungewöhnliche Sprache oder Redensart, Pol. 38, 1 D. Hal. de Lys. 3, vgl. Plut. adv. St. 20.
Greek (Liddell-Scott)
καινολογία: ἡ, καινὸς τρόπος τοῦ λέγειν, ἀσυνήθης, παράδοξος φρασιολογία, Πολύβ. 38. 1, 1, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. σ. 458· ― καινολόγος, ον, μεταχειριζόμενος νέας φράσεις, Εὐστ. 1801. 27.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
langage nouveau, nouvelle manière de s’exprimer.
Étymologie: καινός, λόγος.
Greek Monolingual
καινολογία, ἡ (Α) καινολόγος
καινούργιος λεκτικός τρόπος, ασυνήθιστο λεκτικό, παράδοξη φρασεολογία.
Russian (Dvoretsky)
καινολογία: ἡ новый язык, небывалый оборот речи Polyb., Plut.