Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταστηρίζω

From LSJ
Revision as of 16:00, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστηρίζω Medium diacritics: καταστηρίζω Low diacritics: καταστηρίζω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΗΡΙΖΩ
Transliteration A: katastērízō Transliteration B: katastērizō Transliteration C: katastirizo Beta Code: katasthri/zw

English (LSJ)

   A establish, Nonn.D.38.424; prove, Lyd.Mens.1.14:— Pass., to be propped or stayed, ἐπί τινι E.Fr.382.9; to be firmly fixed or established, LXX Jb.20.7; κατεστηριγμένος, opp. ἀβέβαιος, Arist. Mu.395b16.    II intr., κ. εἰςsettle in a spot, of disease, Hp. Aff.15, cf. 11.

Greek (Liddell-Scott)

καταστηρίζω: στηρίζω καλῶς, στερεώνω, Ἑβδομ.· ἀμεταβ., κ. εἰς τόπον, πίπτω εἴς τι μέρος καὶ ἐκεῖ μένω, ἐπὶ νόσων, πρβλ. κατασκήπτω, Ἱππ. 518. 53., 519, 48. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., ὑποστηρίζομαι, ἀνέχομαι, ἐπί τινι Εὐρ. Ἀποσπ. 385. 9· κατεστηριγμένος, ἀσφαλῶς ἐστηριγμένος, ἀντίθ. τῷ ἀβέβαιος, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 4. 25.

Greek Monolingual

καταστηρίζω (Α)
1. στηρίζω πάνω σε κάτι, στερεώνω
2. δοκιμάζω
3. αποδεικνύω
4. (για νόσους) ενσκήπτω, πέφτω σε κάποιο μέρος και μένω εκεί, ενδημώ, κατασκήπτω
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστηριγμένος, -η, -ον
ασφαλώς στηριγμένος, καλά στερεωμένος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-στηρίζω zich vasthechten. Hp.

Russian (Dvoretsky)

καταστηρίζω: подпирать, укреплять Eur.: κατεστηριγμένος Arst. устойчивый, прочный.