οἰακηδόν
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
Adv., (οἴαξ)
A in the manner of an οἴαξ, A.D.Adv.205.4.
Greek (Liddell-Scott)
οἰᾱκηδόν: Ἐπίρρ. κατὰ τρόπον οἴακος, «πᾶν εἰς δὸν λῆγον ἐπίρρημα ποιότητὸς ἐστι παρεμφατικόν, οὐ τόπου, βοτρυδόν, οἰακηδόν, ἀγεληδόν κτλ.» Ἀπολλ. Δύσκ. ἐν Α. Β. 616. 18.
Greek Monolingual
οἰακηδόν (Α)
επίρρ. σαν τον οίακα, με τον τρόπο του οίακα, σαν τιμόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, -ακος «τιμόνι» + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. πρυμν-ηδόν)].