δύσληπτος

From LSJ
Revision as of 15:53, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvi­ous one, invisible connection is stronger than visi­ble, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσληπτος Medium diacritics: δύσληπτος Low diacritics: δύσληπτος Capitals: ΔΥΣΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: dýslēptos Transliteration B: dyslēptos Transliteration C: dysliptos Beta Code: du/slhptos

English (LSJ)

ον,

   A hard to take hold of, Sor.1.88; hard to catch, μοχθηρία Ph.2.366, cf. Luc.Anach.27; hard to comprehend, Str.13.4.12, A.D.Synt.225.28, Plu.2.17d.

German (Pape)

[Seite 683] schwer zu fassen, ὑπὸ λειότητος, Luc. gymn. 27; übertr., schwer zu begreifen, Plut. de aud. poet. 2 g. E., u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δύσληπτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ συλλάβῃ τις, Λουκ. Γυμν. 27· δυσκατάληπτος, δυσνόητος, Πλούτ. 2. 17D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 difficile à saisir;
2 fig. difficile à comprendre.
Étymologie: δυσ-, λαμβάνω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de agarrar τὸ κεφάλιον en la extracción de un feto muerto καὶ δ. ἐστιν διὰ τὴν περιφέρειαν Sor.4.5.131, αἱ μικραί (θηλαί) Sor.2.8.55, ὄχανον ... δ. ὑπὸ λειότητος Luc.Anach.27
difícil de capturar de enemigos, D.C.36.35.3
escurridizo de peces, Luc.Pisc.51.
2 fig. difícil de percibir μοχθηρία Ph.2.366, de las fronteras fluviales, Str.13.4.12, αἱ αἰτίαι Plb.36.17.12, τὸ ἀκατάλληλον A.D.Synt.225.27, ἀλήθεια Plu.2.17d, ἡ ... διαγωγὴ δ. τις οὖσα καὶ ἀηδὴς τῇ αἰσθήσει Gr.Nyss.V.Mos.99.24
difícil de comprender τὸ πρᾶγμα e.d., qué es lo sublime, Longin.6, ἡ δ' ἀπὸ τῶν στοιχείων ἔφοδος Plu.2.426f
difícil de saber ὁ περὶ ἀποδημίας τόπος Vett.Val.91.21.
II adv. -ως de forma difícil de comprender οὐ γὰρ ἀσαφῶς ἢ δ. ἔκκειται (la cuestión) no es oscura ni incomprensible Afric.Cest.1.17.50.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δύσληπτος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα συλλαμβάνεται, πιάνεται
2. δυσνόητος («δύσληπτα νοήματα»)
νεοελλ.
(για τροφή, φάρμακα) αυτός που δύσκολα λαμβάνεται, πίνεται ή τρώγεται
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα δίνει λαβή (ἐδόκει... δύσληπτον ὑπὸ λειότητος» — δύσκολο να πιαστεί επειδή ήταν τόσο λείο)
2. δυσεξερεύνητος, δυσεξιχνίαστος.

Greek Monotonic

δύσληπτος: -ον (λαμβάνω), αυτός που δεν συλλαμβάνεται εύκολα, δυσνόητος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δύσληπτος:
1) за который трудно ухватиться (ὄχανον δύσληπτον διὰ λειότητος Luc.);
2) трудноуловимый, неудобопонятный (sc. μάθησις τοῦ ὄντος Plut.).

Middle Liddell

δύσ-ληπτος, ον λαμβάνω
hard to catch, Luc.