δύσληπτος
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
ον,
A hard to take hold of, Sor.1.88; hard to catch, μοχθηρία Ph.2.366, cf. Luc.Anach.27; hard to comprehend, Str.13.4.12, A.D.Synt.225.28, Plu.2.17d.
German (Pape)
[Seite 683] schwer zu fassen, ὑπὸ λειότητος, Luc. gymn. 27; übertr., schwer zu begreifen, Plut. de aud. poet. 2 g. E., u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δύσληπτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ συλλάβῃ τις, Λουκ. Γυμν. 27· δυσκατάληπτος, δυσνόητος, Πλούτ. 2. 17D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 difficile à saisir;
2 fig. difficile à comprendre.
Étymologie: δυσ-, λαμβάνω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de agarrar τὸ κεφάλιον en la extracción de un feto muerto καὶ δ. ἐστιν διὰ τὴν περιφέρειαν Sor.4.5.131, αἱ μικραί (θηλαί) Sor.2.8.55, ὄχανον ... δ. ὑπὸ λειότητος Luc.Anach.27
•difícil de capturar de enemigos, D.C.36.35.3
•escurridizo de peces, Luc.Pisc.51.
2 fig. difícil de percibir μοχθηρία Ph.2.366, de las fronteras fluviales, Str.13.4.12, αἱ αἰτίαι Plb.36.17.12, τὸ ἀκατάλληλον A.D.Synt.225.27, ἀλήθεια Plu.2.17d, ἡ ... διαγωγὴ δ. τις οὖσα καὶ ἀηδὴς τῇ αἰσθήσει Gr.Nyss.V.Mos.99.24
•difícil de comprender τὸ πρᾶγμα e.d., qué es lo sublime, Longin.6, ἡ δ' ἀπὸ τῶν στοιχείων ἔφοδος Plu.2.426f
•difícil de saber ὁ περὶ ἀποδημίας τόπος Vett.Val.91.21.
II adv. -ως de forma difícil de comprender οὐ γὰρ ἀσαφῶς ἢ δ. ἔκκειται (la cuestión) no es oscura ni incomprensible Afric.Cest.1.17.50.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δύσληπτος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα συλλαμβάνεται, πιάνεται
2. δυσνόητος («δύσληπτα νοήματα»)
νεοελλ.
(για τροφή, φάρμακα) αυτός που δύσκολα λαμβάνεται, πίνεται ή τρώγεται
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα δίνει λαβή (ἐδόκει... δύσληπτον ὑπὸ λειότητος» — δύσκολο να πιαστεί επειδή ήταν τόσο λείο)
2. δυσεξερεύνητος, δυσεξιχνίαστος.
Greek Monotonic
δύσληπτος: -ον (λαμβάνω), αυτός που δεν συλλαμβάνεται εύκολα, δυσνόητος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
δύσληπτος:
1) за который трудно ухватиться (ὄχανον δύσληπτον διὰ λειότητος Luc.);
2) трудноуловимый, неудобопонятный (sc. μάθησις τοῦ ὄντος Plut.).