συνυποζεύγνυμι

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνυποζεύγνῡμι Medium diacritics: συνυποζεύγνυμι Low diacritics: συνυποζεύγνυμι Capitals: ΣΥΝΥΠΟΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: synypozeúgnymi Transliteration B: synypozeugnymi Transliteration C: synypozeygnymi Beta Code: sunupozeu/gnumi

English (LSJ)

   A put under the yoke together, Ath.12.533d.

Greek (Liddell-Scott)

συνυποζεύγνῡμι: ὑποζευγνύω ὁμοῦ, ζευγνύω εἰς τὸν ζυγὸν ὁμοῦ, ἑταίρας δ’ συνυπέζευξεν ὡς ἵππους Ἀθήν. 533D.

Greek Monolingual

Α
βάζω κάτω από τον ζυγό κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὑποζεύγνυμι «βάζω σε ζυγό, ζεύω»].