χαμευνία
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ἡ,
A a lying on the ground, Ph.1.323 (pl.), Gal.17(2).642, Philostr.VA3.15, Gym.43. II pl., sleeping-mats, Poll.6.11.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμευνία: ἡ, τὸ χαμαὶ κοιμᾶσθαι, Φιλόστρ. 105, Πολυδ. Ϛ΄, 11.
Greek Monolingual
ἡ, Α χαμευνῶ
1. το να κοιμάται κανείς καταγής
2. στον πληθ. αἱ χαμευνίαι
στρώματα ύπνου τοποθετημένα καταγής.