μεσαύχην

From LSJ
Revision as of 23:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσαύχην Medium diacritics: μεσαύχην Low diacritics: μεσαύχην Capitals: ΜΕΣΑΥΧΗΝ
Transliteration A: mesaúchēn Transliteration B: mesauchēn Transliteration C: mesaychin Beta Code: mesau/xhn

English (LSJ)

ενος, ὁ,

   A bound in the middle of the neck, μεσαύχενας νέκυας, comically for wineskins (ἀσκοί), Ar.Fr.725 (v.l. δεσαύχενας Hsch., Phot., βυσαύχενας Poll.2.135 cod. A).

German (Pape)

[Seite 137] ενος, führen die VLL. aus Ar. an, ἀσκοί, nach Hesych. οἱ ἀπὸ μέσου τοῦ αὐχένος δεσμευόμενοι, v. l. ist δεσαύχην, conj. βυσαύχην.

Greek (Liddell-Scott)

μεσαύχην: -ενος, ὁ, ὁ δεδεμένος κατὰ τὸ μέσον τοῦ αὐχένος, μεσαύχενας νέκυας, κωμικῶς ἐπὶ τῶν οἰνοφόρων ἀσκῶν, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 648) παρ’ Ἡσυχ.· ἀλλὰ μνημονεύει καὶ ἑτέρας γραφῆς: δεσαύχενας, ὡς καὶ Φώτ.· ὁ δὲ Πολυδ. Β΄, 135 ἔχει βυσαύχενας· ἴδε Dind. ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

μεσαύχην, -ενος, ὁ (Α)
αυτός που είναι δεμένος στο μέσο του αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο)- + αὐχήν (πρβλ. κρατερ-αύχην, σκληρ-αύχην)].

Russian (Dvoretsky)

μεσαύχην: ενος adj. перевязанный поперек шеи, с перетянутым горлом (sc. ἀσκοί Arph.).