μαγίς

From LSJ
Revision as of 17:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγίς Medium diacritics: μαγίς Low diacritics: μαγίς Capitals: ΜΑΓΙΣ
Transliteration A: magís Transliteration B: magis Transliteration C: magis Beta Code: magi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (μάσσω)

   A any kneaded mass, cake, LXX Jd.7.13; lump of fat, Dsc.2.76; esp. cake offered to Hecate and Trophonius, S. Fr.734, Ar.Fr.813; Cypr. acc. to Ath.14.663b; described as a small cheese-pudding, Hp.Mul.2.133, cf. Steril.235.    II kneading-trough or dresser, Cratin.21, BGU40.8 (ii/iii A. D.), cf. Poll.10.81; small table, Epich.118, Cerc.12; also, round pan or plate for placing on the τρίπους, Poll.6.83.    III μαγίδες· αἷς ἀπομάττουσι καὶ καθαίρουσι, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰγίς: -ίδος, ἡ, (μάσσω) «ζυμαρικόν», πλακούντιον, Λατ. offa, ἰδίως τὸ εἰς τὴν Ἑκάτην καὶ τὸν Τροφώνιον προσφερόμενον πλακούντιον, Σοφ. Ἀποσπ. 651, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 644, Ἀθήν. 663C· περιγραφόμενον ὡς ζυμαρικὸν μετὰ τυροῦ, Ἱππ. 652. 14, πρβλ. 685. 15. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαγίδες· αἷς ἀπομάττουσι καὶ καθαίρουσι. καὶ μᾶζαι, ἃς καταφέρουσιν οἱ εἰς Τροφωνίου κατιόντες». ΙΙ. τὸ ἀγγεῖον ἐν ᾧ ἔματτον, μάκτρα, σκάφη, Κρατῖν. ἐν Βουσίριδι» 1, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 81· - ὡσαύτως τράπεζα τιθεμένη ἐπὶ τοῦ τρίποδος, Πολυδ. ϛʹ, 83.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
I. pâte pétrie :
1 sorte de pain;
2 pain au miel qu’on offrait à Trophonios ou à Hécate;
II. p. anal. 1 table;
2 plateau de balance.
Étymologie: μάσσω.

Greek Monolingual

μαγίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. πλακούντας, πίτα, ιδίως μικρή πίτα που περιείχε τυρί και προσφερόταν στην Εκάτη και στον Τροφώνιο («ἀπὸ τοῦ μάττειν, ἀφ' οὗ καὶ ἡ μᾱζα αὐτὴ ὠνομάσθη καὶ ἡ παρὰ Κυπρίοις καλουμένη μαγίς», Αθήν.)
2. άρτος ή γλύκισμα από αλεύρι
3. σκάφη ζυμώματος
4. μικρό τραπέζι
5. τραπέζι που τοποθετούσαν πάνω σε τρίποδο
6. (κατά τον Ησύχ.) α) «μαγίδες
αἷς ἀπομάττουσι καὶ καθαίρουσι»
β) «παλαθίς, ἄρτος» γ. «μάχαιρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαγ- (πρβλ. -μάγ-ην, παθ. αόρ. του μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω») + επίθημα -ίς (πρβλ. πινακ-ίς, πλακ-ίς)].

Russian (Dvoretsky)

μᾰγίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1) культ. жертвенный пирог (приносившийся преимущ. Гекате) Arph.;
2) культ. стол (αἱ Ἑκαταῖαι μαγίδες Soph.).