ξηρίον
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
τό,
A desiccative powder for putting on wounds, POxy.1142.7 (iii A.D.), Aët.6.65,al., Alex.Trall.1.15 ; κριθαὶ ξηρίον ἐπιπασσόμεναι τοῖς ἕλκεσι Alex.Aphr.Pr.1.150.
Greek Monolingual
το (ΑΜ ξηρίον και ξήριον) ξηρός
νεοελλ.
λόγια ονομασία ποσότητας κονιοποιημένου φαρμάκου, κν. σκονάκι
αρχ.
αποξηραντική σκόνη, η οποία επιπασσόταν πάνω σε τραύματα ή πληγές.